- αναλέγω
- (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)]μσν.- νεοελλ.εκλέγω, διαλέγωνεοελλ.Ι. ενεργ.1. τυλίγω, περιτυλίγω2. μαλώνω, επιπλήττω3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχωΙΙ. μέσ.1. διηγούμαι, εξιστορώ2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι3. αισθάνομαι τάση για εμετόαρχ.Ι. ενεργ. συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύωΙΙ. μέσ.1. μαζεύω για τον εαυτό μου2. υπολογίζω, μετρώ (τον χρόνο)3. διαβάζω ένα σύγγραμμα από την αρχή μέχρι το τέλοςΙΙΙ. φρ. «ἀναλέγομαι πνεῡμα», κρατώ την αναπνοή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + λέγω (ΙΙ)ΠΑΡ. αναλέκτης, ανάλεκτοςνεοελλ.ανάλεκτα].
Dictionary of Greek. 2013.